εἰρυσιώνη

εἰρυσιώνη
εἰρῠσῐώνη, ,
A = εἰρεσιώνη 11.2, wreath dedicated to Apollo, Roussel Cultes Égyptiens 172 (Delos, i B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ειρυσιώνη — η βλ. ερεσιώνη …   Dictionary of Greek

  • ειρεσιώνη — εἰρεσιώνη, η (AM) (Α και εἰρυσιώνη) μσν. είδος αγριελιάς αρχ. 1. κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με μαλλί, καρπούς και φιαλίδια με λάδι, κρασί και μέλι, σύμβολο γονιμότητας το οποίο πρόσφεραν παιδιά τραγουδώντας στον Απόλλωνα ή τό κρεμούσαν στις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”